- περιαυτολογώ
- (ε) αμετ. хвастаться; бахвалиться (разг )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιαυτολογώ — περιαυτολογῶ, έω, ΝΜΑ μιλώ επαινετικά για τον εαυτό μου, μεγαλαυχώ, καυχιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αὐττός + λογώ*] … Dictionary of Greek
περιαυτολογώ — περιαυτολογώ, περιαυτολόγησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
περιαυτολογώ — περιαυτολόγησα, μιλώ για τον εαυτό μου, αυτοεπαινούμαι, καυχιέμαι: Δεν πρέπει κανείς να περιαυτολογεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπραβάρω — (Μ μπραβάρω) καυχησιολογώ, περιαυτολογώ, παριστάνω τον σπουδαίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bravare «περιαυτολογώ, κάνω τον καμπόσο» < ιταλ. bravo «έξοχος, θαρραλέος»] … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
καλλιεπούμαι — καλλιεποῡμαι, έομαι (Α) [καλλιεπής] 1. χρησιμοποιώ επιμελημένο ύφος τού λόγου 2. περιαυτολογώ χρησιμοποιώντας ωραία λόγια … Dictionary of Greek
καυχησιολογώ — έω [καυχησιολόγος] επαινώ τον εαυτό μου, περιαυτολογώ, κομπορρημονώ, αλαζονεύομαι, κομπάζω … Dictionary of Greek
κομπολογώ — κομπολογῶ, έω (Μ) [κομπολόγος] μιλώ κομπαστικά, καυχησιολογώ, περιαυτολογώ … Dictionary of Greek
κομπορρημονώ — [κομπορρήμων] περιαυτολογώ, μεγαλαυχώ, κομπάζω, λέω κομπαστικά λόγια … Dictionary of Greek
παινεύω — και παινώ (Μ παινῶ, άω) 1. επαινώ, εγκωμιάζω 2. μέσ. παινεύομαι καυχιέμαι, περιαυτολογώ 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παινεμένος, η, ο πασίγνωστος, περίφημος, ξακουστός («Αρβανίτες παινεμένοι, πού ν ο Αλή πασάς καημένοι», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ … Dictionary of Greek
περιαυτίζομαι — ΜΑ περιαυτολογώ, μεγαλαυχώ μσν. προσελκύω αρχ. μιλώ πολλές φορές για το ίδιο πράγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αὐτός] … Dictionary of Greek